- Βάρνα
- η г. Варна
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Βάρνα — Πόλη (314.539 κάτ. το 2001) της ΒΑ Βουλγαρίας, πρωτεύουσα του ομώνυμου διοικητικού διαμερίσματος (11.920 τ. χλμ., 887.222 κάτ. το 2001), το οποίο περιλαμβάνει τις ανατολικότερες διακλαδώσεις του Ντελί Ορμάν (Λούντα Γκόρα) και του Αίμου (Στάρα… … Dictionary of Greek
Ασπριώτου, Κλεονίκη — (Βάρνα, Βουλγαρία 1870 –Αθήνα 1930).Ζωγράφος. Σπούδασε στο Ζάππειον της Κωνσταντινούπολης και ακολούθησε το διδασκαλικό επάγγελμα, το οποίο όμως εγκατέλειψε σύντομα για να ασχοληθεί με τη ζωγραφική. Πήγε αρχικά στην Πράγα όπου επιδόθηκε στις… … Dictionary of Greek
Κομνηνός, Παντολέων — (Βάρνα Βουλγαρίας 1867 – 1923). Καθηγητής θεολογίας. Διετέλεσε καθηγητής της Θεολογικής Σχολής της Χάλκης. Ασχολήθηκε κυρίως με τη μελέτη της Καινής Διαθήκης και έγραψε διάφοραέργα, τα κυριότερα από τα οποία τιτλοφορούνται Ερμηνεία του κατά… … Dictionary of Greek
Παπαδόπουλος, Φίλιππος — (Βάρνα Βουλγαρίας 1852 – Αθήνα 1918). Θεολόγος. Σπούδασε στη Ριζάρειο και στη Θεολογική Σχολή του Πανεπιστημίου της Αθήνας και συμπλήρωσε τις σπουδές του στη Γερμανία. Δίδαξε στη Θεολογική σχολή της Χάλκης (1880 88) και αργότερα στη Ριζάρειο. Το… … Dictionary of Greek
Βουλγαρία — Κράτος της νοτιοανατολικής Ευρώπης, στη Βαλκανική χερσόνησο.Συνορεύει στα Β με τη Ρουμανία, στα Δ με τη (Νέα) Γιουγκοσλαβία (ΒΔ) και την Πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας (ΝΔ), στα Ν με την Ελλάδα και την Τουρκία, ενώ Α βρέχεται από… … Dictionary of Greek
Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… … Dictionary of Greek
κάστα — Κλειστή κοινωνική ομάδα, με κύριο σκοπό την ακέραια μεταβίβαση της πολιτιστικής και βιολογικής κληρονομιάς της. Η κ. προέρχεται από τη λατινική λέξη castus που σημαίνει αγνός, καθαρός. Μολονότι υπάρχουν κ. σε μερικούς αφρικανικούς και… … Dictionary of Greek
σούντρα — οι, Ν η τέταρτη και κατώτερη από τις παραδοσιακές βάρνα, δηλ. τις κοινωνικές τάξεις τής ινδουιστικής Ινδίας, η οποία απαρτιζόταν κυρίως από αγρότες, τεχνίτες, εργάτες και παρίες. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. sundra < αρχ. ινδ. sundari] … Dictionary of Greek
Βρετός-Παπαδόπουλος, Ανδρέας — (Ιθάκη 1800 – Αθήνα 1876). Λόγιος. Καταγόταν από τη Λευκάδα και σπούδασε στην Ιταλία. Μετά την επιστροφή του στην Ελλάδα, ανέλαβε βιβλιοθηκάριος στην Ιόνιο Ακαδημία της Κέρκυρας μέχρι το 1829. Το 1831 εξέδωσε στο Ναύπλιο τη συντηρητικών αρχών… … Dictionary of Greek
Διονυσόπολις — Ονομασία αρχαίων πόλεων. 1. Πόλη της Κάτω Μοισίας, στα δυτικά παράλια του Εύξεινου Πόντου. Η παλαιότερη ονομασία της ήταν Κρουνοί, μετονομάστηκε όμως σε Δ. εξαιτίας ενός αγάλματος του Διονύσου που βρέθηκε εκεί. Στη διάρκεια της βασιλείας του… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Κοινωνία και Οικονομία (Αρχαιότητα) — ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ ΑΡΧΑΪΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ Η οικονομία στην Aρχαϊκή περίοδο Στον τομέα της οικονομίας, στην Aρχαϊκή περίοδο, σημειώθηκε μια σημαντική πρόοδος σε σχέση με τη Γεωμετρική περίοδο. Κατά τη διάρκεια της Γεωμετρικής… … Dictionary of Greek